HAWSER - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

HAWSER - translation to αραβικά

MOORING LINE
Hawsers
  • mm}} towing hawser (rope) at the [[Royal Navy]]'s Naval Stores Department, Nore, [[Harwich]], which supplies all sea-going ships with the stores and provisions that they need. Note that the coil is bigger than the men and they need a trolley to transport it.
  • The hawser is coiled on deck.

HAWSER         

ألاسم

حَبْل ; حَبْلَة ; رِشَاء ; مَرّ

hawser         
قلس جـ قلوس وأقلاس ، حبل سميك ، سلك سميك
hawser         
اسْم : حَبْل ضَخْمٌ

Ορισμός

hawser
(hawsers)
A hawser is a large heavy rope, especially one used on a ship.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Hawser

Hawser () is a nautical term for a thick cable or rope used in mooring or towing a ship. A hawser passes through a hawsehole, also known as a cat hole, located on the hawse.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για HAWSER
1. We were put into harnesses, strapped to the sides of a steel basket, then whisked 270ft in the air, held up by a single hawser.
2. Just as we were cooing over some dinky, rough–haired griffons, along came one of those hawser–legged cyclists, scything through our little gathering at the speed of light, scattering griffons, kiddies and pensioners to the wind.